- ξεκώλωμα
- τοατος1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ξεκωλώνω.2. μτφ., καταπόνηση, υπερβολική κούραση.3. μτφ., για άνθρωπο, ο υπερβολικά εργατικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.